προσχώνω

προσχώνω
πρόσχωσα, προσχώθηκα, προσχωμένος, μαζεύω κάπου λάσπη και σχηματίζω ξηρά ή μεγαλώνω αυτήν που υπάρχει: Προσχώθηκαν οι εκβολές του ποταμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσχώνω — προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, όω, ΝΑ 1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω 2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῡτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσχώ — όω, Α βλ. προσχώνω …   Dictionary of Greek

  • πρόσχωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του προσχώνω, μαζεμένο χώμα, ανάχωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσχωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προσχώνω, ο σχηματισμός ξηράς ή η επέκταση της ξηράς στις εκβολές ποταμών: Τα δέλτα των ποταμών γίνονται από τις προσχώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”